- κιονοφορία
- κιονοφορία, ἡ (Α) [κιονοφορώ](για τον Άτλαντα) το να φέρει, να κρατάει τους στύλους τού ουρανού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιονοφορίας — κιονοφορίᾱς , κιονοφορία bearing of pillars fem acc pl κιονοφορίᾱς , κιονοφορία bearing of pillars fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)